αλαργεύω

αλαργεύω
1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω
2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι
3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλαργεύω — εψα 1. μτβ., απομακρύνω κάτι: Αλάργεψε τα σκυλιά, γιατί μας ζάλισαν. 2. αμτβ., απομακρύνομαι: Είχαν αρκετά αλαργέψει από το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάργα — και αλάργου επίρρ. 1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά 2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά 3. Ναυτ. ανοιχτά τού πελάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε,… …   Dictionary of Greek

  • αλάργεμα — το [αλαργεύω] 1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα …   Dictionary of Greek

  • αλάργεψη — η [αλαργεύω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • αλαργεμός — ο [αλαργεύω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργευτά — επίρρ. σπάνια, κάπου κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλαργευτός < αλαργεύω] …   Dictionary of Greek

  • αλλάργα — αλλάργεμα, αλλαργεύω κ.λπ. βλ. αλάργα, αλάργεμα, αλαργεύω κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • λαργεύω — [λάργα] αλαργεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”